φινίρισμα

φινίρισμα
το, Ν [φινίρω]
1. τελείωμα
2. (ειδικότερα) τελική επεξεργασία («φινίρισμα υφασμάτων»)
3. άκρη, παρυφή υφάσματος ή ενδύματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φινίρισμα — το, ατος η τελευταία φάση της τεχνικής επεξεργασίας (τρίψιμο κτλ.), πριν από το βάψιμο ή το γυάλισμα αυτοκινήτου, πορσελάνης κτλ., που δημιουργεί τη λείανση της επιφάνειας που θα βαφτεί ή θα γυαλιστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • απεργασία — ἀπεργασἰα, η (Α) 1. αποπεράτωση, εκτέλεση 2. (για έργα ζωγραφικής) συμπλήρωση, φινίρισμα 3. το να παράγει, να δημιουργεί, να προξενεί κάποιος κάτι 4. θεραπεία, τρόπος θεραπείας …   Dictionary of Greek

  • πατάτα — (σολανό το κονδυλόρριζο). Ποώδες φυτό της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό. Εισήχθη στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ως σπάνιο φυτό για μελέτη, και μόνο το 1663, εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • μελαμίνη ή κυανουραμίδιο — Χημικό προϊόν μεγάλου βιομηχανικού ενδιαφέροντος, το οποίο αποτελεί το τριαμίδιο του κυανουρικού οξέος. Πρόκειται για λευκή κρυσταλλική ουσία, με βασικό χαρακτήρα και χημικό τύπο C3H6N6· έχει μοριακό βάρος 126 και ειδικό βάρος 1,573. Τήκεται… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • ροδοφύκη — Λέγονται και ροδόφυτα. Μικροσκοπικά φύκη, από τα πιο λεπτοφυή, ως προς το χρώμα και την κομψότητα των μορφών· ο θαλλός τους, πάντοτε πολυκύτταρος και στερεωμένος στο υπόθεμα, μπορεί να είναι απλός με διάπλαση νηματοειδή ή φυλλοειδή (κλάση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”